- λεοντόχασμα
- λεοντό-χασμα, ατος, τό,A = λεοντόκρουνον, CIL10.1554 ([place name] Puteoli).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεοντόχασμα — λιοντόχασμα, άσματος, τὸ (Α) το λεοντόκρουνον* … Dictionary of Greek
λεοντοχάσμασι — λεοντόχασμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεοντοχάσματα — λεοντόχασμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεοντοχασμάτιον — λεοντοχασμάτιον, τὸ (Α) [λεοντόχασμα] υποκορ. τού λεοντόχασμα* … Dictionary of Greek
λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek